σταθμεία

σταθμεία
σταθμείᾱ , σταθμεία
composition by weight
fem nom/voc/acc dual
σταθμείᾱ , σταθμεία
composition by weight
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σταθμεία — και σταθμία, ἡ, Α [σταθμός] η σύνθεση ενός υλικού μετά από ζύγιση τών συστατικών του …   Dictionary of Greek

  • Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”